αφοβητος

αφοβητος
    ἀφόβητος
    ἀ-φόβητος
    2
    1) не боящийся
    

(τινος Soph.)

    2) безбоязненный, неустрашимый
    

(Ἄρης Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αφοβητος" в других словарях:

  • ἀφόβητος — without fear of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφόβητος — η, ο (Α ἀφόβητος, ον) [φοβώ ( έω)] αυτός που δεν φοβάται κάτι, ατρόμητος νεοελλ. αυτός που δεν φοβήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀφοβήτως — ἀφόβητος without fear of adverbial ἀφόβητος without fear of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφόβητον — ἀφόβητος without fear of masc/fem acc sg ἀφόβητος without fear of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβήτου — ἀφόβητος without fear of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβήτῳ — ἀφόβητος without fear of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφόβητε — ἀφόβητος without fear of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] …   Dictionary of Greek

  • αφόβιστος — η, ο [φοβίζω] ο άφόβητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»